|
το колокольчик (у овец, коз) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колокольчик? — τροκάνι как с (ново)греческого переводится слово τροκάνι? — колокольчик — σκυλόψαρο — ρινολαλία — αλοχημεία — αστρομαντική — κακοθανατιά — πεφυσιωμένος — αριστουργηματικός — στιχοποιία — γεφυρόζευγμα — δριμάρης — βουητό — κίνα — χάλια — εκφύλλισμός — ηλεκτρεγερτικός — κοντροπλακέ — ελάττωμα — έστοντας — διαστασιοποιούμαι — αζόριστος — κρεβατομουρμούρα |
|||