|
единогласно; единодушно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единогласно? — ομοθυμαδόν как на (ново)греческом будет слово единодушно? — ομοθυμαδόν как с (ново)греческого переводится слово ομοθυμαδόν? — единогласно, единодушно — σοκολατύς — κουκλί — ακινητοποίητος — αρχός — παρακελευστικός — εκκινώ — δεξαμενόπλοιο — γήπεδο — κυανός — βιαστικά — καταπτόηση — αποστατώ — αντίστεκος — απολύομαι — υδρόφις — σμυριδωρύχος — τόσο — χρονομετρικός — ρώθων — μακιαβελλισμός — διενέργεια |
|||