|
чесоточный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чесоточный? — ψωρικός как с (ново)греческого переводится слово ψωρικός? — чесоточный — διακονικός — εικοσάχρονος — αγγειοδιαστολή — πορνογράφημα — κοφινιάζω — Σόλοι — ψιδιάζω — προπλάττω — υποδάπεδον — μιλάνος — τείνω — σκιάδα — μονοκοπανιά — εμπροσθογεμής — φωτογόνος — ευαρέστηση — αρμόζω — βικίο — στεντόρειος — διαγώνισμα — υπερορία |
|||