στεφανηφόρ|ος

формы словаβ
στεφανηφόρ|ος
1. венценосный;

2. (о) венценосец



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово венценосный? — στεφανηφόρος
как на (ново)греческом будет слово венценосец? — στεφανηφόρος
как с (ново)греческого переводится слово στεφανηφόρος? — венценосный, венценосец


ασπρουλιάρηςροδοδάφνημελοδραματικόςδισημίαχλιαρότηταπλεγμάτιδίωξηυποδηματοποιείογαλονάςκαπνομίχληγκρεμνίζωεύξεινοςσακκουλέςσυμπτωματικόςκοκκινάδιμαριόλαεπικηρύσσωαιτιατόχοντρομυτηςαλέπιαστοςμπερδεμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit