|
1. венценосный; 2. (о) венценосец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово венценосный? — στεφανηφόρος как на (ново)греческом будет слово венценосец? — στεφανηφόρος как с (ново)греческого переводится слово στεφανηφόρος? — венценосный, венценосец — ασπρουλιάρης — ροδοδάφνη — μελοδραματικός — δισημία — χλιαρότητα — πλεγμάτι — δίωξη — υποδηματοποιείο — γαλονάς — καπνομίχλη — γκρεμνίζω — εύξεινος — σακκουλές — συμπτωματικός — κοκκινάδι — μαριόλα — επικηρύσσω — αιτιατό — χοντρομυτης — αλέπιαστος — μπερδεμένος |
|||