|
το монокль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монокль? — μονύελον как с (ново)греческого переводится слово μονύελον? — монокль — μπραζέρης — αγγειοχειρουργική — υδρόψυκτος — κατηφής — εμφύτευμα — ρωπογραφία — πρωθοπουργεύω — κατουρλιά — θέαμα — ξελακκίζω — εναπόθεμα — λαμπεράδα — χειμαρρώδης — ακουτσούρευτος — κλείω — αφθονώ — ανατροφοδότηση — ανοχύρωτος — δελφίνι — εξέθεσα — κανονιοφόρος |
|||