|
η мышеловка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мышеловка? — ξυλόγατα как с (ново)греческого переводится слово ξυλόγατα? — мышеловка — τετραμηνιαίος — εσχαρώδης — γράβα — τρεχάματα — ψωνίζομαι — πρότερος — αποκοττιά — σακατεμένος — εγερτικός — απόδοση — αργύρωμα — αμμοσκέπαστος — βοσκή — καιροσκοπισμός — νόσημα — ελεήτρα — αχασμούρητος — προσηλυτισμός — φτωχομάγαζο — απολλύομαι — άφεντος |
|||