|
ο пузырёк, флакончик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пузырёк? — σωληνίσκος как на (ново)греческом будет слово флакончик? — σωληνίσκος как с (ново)греческого переводится слово σωληνίσκος? — пузырёк, флакончик — μούσμουλο — σκολόρθα — γροθοπατινάδα — εμφανίσιμος — γλωσσοπλάστης — δοσμένα — ζωοτομία — χαρτόδετος — ενετή — γαλατόσουπα — σχηματοποιώ — μοιροκρατικός — τάγμα — περιπατήτρια — συνολικός — ηλεκτροδυναμικός — πείσμωμα — κυνοκέφαλος — κιαμέτι — διπλοεγγεγραμμένος — στιγμή |
|||