|
1. зоохимический; 2. (ό, η) зоохимик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зоохимический? — ζωοχημικός как на (ново)греческом будет слово зоохимик? — ζωοχημικός как с (ново)греческого переводится слово ζωοχημικός? — зоохимический, зоохимик — σανίδας — αθέτηση — ταράσσω — ελευθεροτεκτονισμός — αντιφθειρικός — πτεροθύσανος — ντοματοχυμός — Γραικός — μυστήρια — μεταποιημένος — χορωδός — πλακατζής — αυτοκολασμός — ενεπίγραφος — ανεξήγητος — ενημερώνω — καταυλίζομαι — αρρυμοτόμητος — τζάντζαλο — δαλία — κοπίδι |
|||