|
ο 1) большой топор; 2) дятел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большой топор? — πελεκάς как на (ново)греческом будет слово дятел? — πελεκάς как с (ново)греческого переводится слово πελεκάς? — большой топор, дятел — τάσσω — κατασχέτης — κουμαντάρω — κομπέρ — μαυροφόρος — δίζυγος — εμπειροπόλεμος — γραφείο — ρεαλισμός — Αραπιά — κουκουές — φαινέλαιο — φαινομενολογία — λαοθάλασσα — μηχανιστικός — αμφισβητητικός — νυμφών — οινολογικός — ακαταπάτητος — τρίτροχος — αντικατοπτρίζω |
|||