|
наволочка #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαξιλαροθήκη? — — απορροφητήρας — τεμπέλα — ειδωλολατρία — αμφιρρεπής — καλτσούλα — κανονίζω — σκληρόσαρκος — αποφλοιώνω — στρουθοκαμηλισμός — απογεμάτος — βυνοποιία — χωροταξία — ανακυκλίζω — μαυροπίπερο — αυτοπεριφρονούμαι — Βιρμανός — τοσάκις — σταδιομετρία — εξαιρετέος — μπαρούφα — πορνοβοσκία |
|||