|
ο старший судья (в Англии, США) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старший судья? — αρχιδικαστής как с (ново)греческого переводится слово αρχιδικαστής? — старший судья — δόση — εύελπις — ταρσικός — εργοτάξιο — πρόσθεμα — γυρίζω — ξεστούπωμα — λούφφα — ξετσίπωτος — ισόρροπος — επικυριαρχία — κρυψορχία — πρασόρυζο — ανάπλωτος — απονομή — αξιοτίμητος — αλληλοκαθορισμός — υποκλύζω — ποτηριά — υπερπίεση — ντοσιέ |
|||