|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ωολέυκωμα? — — Πολωνέζος — διαγυρνώ — ιάνθινος — μεταγωγή — πεσιά — διπλόσχημος — διδακτισμός — εκβουτύρωση — τριγωνομετρικός — νανοκέφαλος — εγκεφαλομυελίτιδα — αχελώνα — τρόπος — γλυκερός — σταφίδιασμα — ζερβοχέρης — μαξιλαροπόλεμος — μεγαλόφωνα — λαχανικό — σύσπαστος — ατρούπωτος |
|||