ωολέυκωμα

формы словаβ
ωολέυκωμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ωολέυκωμα? —


Πολωνέζοςδιαγυρνώιάνθινοςμεταγωγήπεσιάδιπλόσχημοςδιδακτισμόςεκβουτύρωσητριγωνομετρικόςνανοκέφαλοςεγκεφαλομυελίτιδααχελώνατρόποςγλυκερόςσταφίδιασμαζερβοχέρηςμαξιλαροπόλεμοςμεγαλόφωναλαχανικόσύσπαστοςατρούπωτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit