|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαθηταριό? — — προδιάθεση — χάρβαλο — καταπτύω — μηνορραγία — διδακτέος — ετερόρρυθμος — φθειρίζω — ζωέμπορος — ακόσσιστος — αλλοιωτός — ευπρόσωπος — σερνικοβότανο — επιμελητεία — τουμπάρω — αποβαρβαρωμένος — Ενετία — αρχιναυπηγός — ραδιογωνιόμετρο — παραβολοειδής — πανταλονάκι — απησχολημένος |
|||