|
ή, τό комбинация (белье) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово комбинация? — κομπινοιζόν как с (ново)греческого переводится слово κομπινοιζόν? — комбинация — απαγάδι — εκναυλωτής — υγειολογία — σκαλοπόδαρο — αγύριστος — μπουρνέλα — σημύδα — ευκολοβάσταχτος — τρακτέρ — εγγράψιμος — συναναστροφή — γεμίδι — αμειδίαστος — λάπατο — διακολλητικός — αποσταθεροποιητικός — τυχοδιωκτικός — εστιάτορας — στροβίλισμα — μακροπρόθεσμα — ιθαγενής |
|||