|
крахмалистый, богатый крахмалом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крахмалистый? — αμυλούχος как на (ново)греческом будет слово богатый крахмалом? — αμυλούχος как с (ново)греческого переводится слово αμυλούχος? — крахмалистый, богатый крахмалом — ολόκορμος — ένηβος — ξενηλάτης — κολυμβητής — απόρθητος — πασσαλίσκος — βραγχιακός — προτείχισμα — βελτιωτικός — ρίπτω — διέβην — συγκεντρωτικά — καντηλανάφτης — εντοσούτω — μαρκήσα — σιβυλλικά — αρχοντονιός — επίκλητος — τροχοπέδη — μυρμηγκάκι — ξώπετσα |
|||