|
αόρ. от δύναμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηδυνήθην? — — γαγάτης — σεληνιασμός — πενταπλασιασμός — βραδύ — σουβλίζομαι — τήβεννος — ολπίδα — κατατρυπώμαι — συγχαρητήριος — νευρασθένεια — ελέχθη — αρθρωτός — φλούδάτος — σφιχτοχέρης — κώμη — εφτακόσιοι — αποσκεπάζω — διεκχύνω — άνθρακας — στούμπισμα — αγγελοβάρεμα |
|||