|
ο тальк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тальк? — ταλκης как с (ново)греческого переводится слово ταλκης? — тальк — μπογιατζού — διπλοχαιρετίζω — οπαδισμός — αυτογεμής — επικόλλημα — κώχη — ζωογόνηση — διοκαυστικός — δεκαοκτοετής — ανθρωποειδής — βικτώρια — άνοια — έμπηξη — παιδιαρίστνκος — στραβοκομμένος — ατελής — αξάπλωτος — περιπίπτω — ένδειξη — οργανοπλαστία — βάδιση |
|||