|
η 1) воровка; 2) разбойница; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воровка? — κλέφτρα как на (ново)греческом будет слово разбойница? — κλέφτρα как с (ново)греческого переводится слово κλέφτρα? — воровка, разбойница — κομιτάτο — φυτοβένθος — εξαγιασμός — πολύκλαδος — γαλήνη — τηλεφωτογραφία — σαράφικο — μειοψηφικός — παραλληλεπίπεδο — νταούλι — στραβογερνώ — αυτοκτόνος — μαγειρειό — ρευστός — ξυσμένος — απόκομμα — δανειακός — κιτρολεμονιά — αναδιαπαιδαγώγηση — ατσαλεύω — αφελκυστήρας |
|||