Новогреческий словарь
αυταρχικά
αυταρχικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυταρχικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βαλσαμωτής
—
αμυγδαλέο
—
φτιάση
—
καλομοίρης
—
εφοδιοφόρος
—
τετραετής
—
κακόπαιδο
—
εκκλησάρης
—
ανυδρία
—
αδικοβγάλτρια
—
καταβρεκτήρ
—
κριτικός
—
κοντόμυαλος
—
τσεπάκι
—
ευκαρυωτικό
—
φθινοπωρινός
—
δέλλος
—
γλεντοκοπάω
—
ενέταμον
—
λεβάρω
—
μαϊμουδιάρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве