|
το красное дерево #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово красное дерево? — ανακάρδιο как с (ново)греческого переводится слово ανακάρδιο? — красное дерево — ακάρφωτος — οσάκις — συρταρωτός — Ολλανδέζα — Αμερικανός — ασπρομουριά — ξεπαρθενεύω — σιγαλός — αμάδητος — τήκω — λαχανής — συμπότης — φαλάκρα — πυελολιθοτομία — λιβρέα — περίαπτον — επαυχένιος — μέγγενη — ανεξάτμιστος — αργατολόγος — ντοκουμεντάρω |
|||