|
мышца #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μυς? — — ενδοφλεβίως — γιαβρής — τρίχρωμος — ενδοσυνεννόηση — ροχατλήκι — επιστρόφια — διακυβεύω — παρέμβολον — εντερόκλυση — γκιόσα — συρταρόλι — κόμης — καρίδα — αντιρροή — διαγογγυσμός — καταναλωτικός — υαλώδης — ασυνεχής — κόπτης — κούφαμα — ταβερνόβιος |
|||