|
η женщина средних лет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женщина средних лет? — μεσοκαιρίτισσα как с (ново)греческого переводится слово μεσοκαιρίτισσα? — женщина средних лет — βλαστάρι — καρβοονιάρικος — απτός — ρίνιση — κρότωνας — συγκομιδή — λαμπίτσα — εσώφυλλο — φαρυγγοσκόπιο — Ρώσα — δίπτερος — σχοίνο — ἥττων — πυριτόλιθος — άλα — διαδόσιμος — αμολλάω — νεοπλατωνισμός — κλάδεμα — οξύνοια — απομόνωση |
|||