|
разн. знач. густой; ~ό γάλα — густое молоко; ~ή σάλτσα — густой соус; ~ά μαλλιά — густые волосы; ~ό σκοτάδι — густой мрак, кромешная тьма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово густой? — πηχτός как с (ново)греческого переводится слово πηχτός? — густой — οφειλέσιο — Αγαθάγγελος — σύρτης — κακοπουλω — μεταμορφωσιγενής — κατάλυμα — μολυβύ — πτωχευμένος — διαβολικός — κατώγειο — ξεριζώνω — εκατοστάρικος — ταξιαρχία — κολοσσός — συνεργάτισσα — πλουτοκρατία — δείλινίζω — παραλέγω — σπερβέρι — κατηφής — προκάλυμμα |
|||