|
грам. относящийся к наречию; ~ προσδιορισμός — обстоятельство (выражаемое наречием) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к наречию? — επιρρηματικός как с (ново)греческого переводится слово επιρρηματικός? — относящийся к наречию — βαγαπόντικος — συντηρούμαι — βουτρόφος — κοντυλένιος — λιβανωτόν — τηγανητός — τομεάρχης — τετροποδισμός — χθες — απεισμάτωτος — εναλλακτήρ — ακάκιωτος — αγορανομία — ξυλίνη — κρουσίφλογος — υπερπροστατευμένος — αντανακλαστικό — απότιση — τσακίστρα — χαλκιάς — πολυώδυνος |
|||