Новогреческий словарь




επιρρηματικός

επιρρηματικός
грам. относящийся к наречию;
          ~ προσδιορισμός — обстоятельство (выражаемое наречием)


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово относящийся к наречию? — επιρρηματικός
как с (ново)греческого переводится слово επιρρηματικός? — относящийся к наречию


#(ново)греческий словарьσύμπτυγμααλατολόγοςμεταποιητικόςσκάθαροςεμποροϋπάλληλοςανώριμοςναυκληρίαπεσιμιστικόςαναστολέαςδεφτέριφεγγαριάρηςόθενγλωσσογνώστηςχρηματοδότριαεπιφαινόμενονβουτυρίλαμπογιατίζωεφορείασυμπιλητήςδιπλοκακορρίζικοςλεύτερος


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω