επιρρηματικός

формы словаβ
επιρρηματικός
грам. относящийся к наречию;
          ~ προσδιορισμός — обстоятельство (выражаемое наречием)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово относящийся к наречию? — επιρρηματικός
как с (ново)греческого переводится слово επιρρηματικός? — относящийся к наречию


βαγαπόντικοςσυντηρούμαιβουτρόφοςκοντυλένιοςλιβανωτόντηγανητόςτομεάρχηςτετροποδισμόςχθεςαπεισμάτωτοςεναλλακτήρακάκιωτοςαγορανομίαξυλίνηκρουσίφλογοςυπερπροστατευμένοςαντανακλαστικόαπότισητσακίστραχαλκιάςπολυώδυνος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit