|
Галантерея #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψιλικατζίδικο? — — δυσθυμώ — ένδοθεν — λικμώ — ευκρίνεια — αδικητής — βοηλάτης — ανταπόδομα — αναπηρία — φιλιέμαι — αντιγράφω — καπνίσματα — ασυντρόφιαστος — φούμισμα — κυριότητα — πατροπαράδοτος — καλοπέφτω — κοινοβουλευτισμός — βαμβακομάλλινος — κεραυνόβλητος — Θεοδώρα — καπνοκαλλιεργητής |
|||