|
η анат. труба; ευσταχιανή ~ — евстахиева труба; φαλλόπειος ~ — фаллопиева труба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово труба? — σάλπιγξ как с (ново)греческого переводится слово σάλπιγξ? — труба — αντιφασιστικός — οδύνη — διόδια — πολυανδρικός — διακριτικότης — αθεμελίωτος — προπέρυσι — γανίλα — καπνοκοπτήριο — ραπτομηχανή — ασπροκαλάμποκο — τριμιθιά — χαριεντισμός — αφατρίαστος — τρίμηνο — υδατόσφαιρα — ανυφάντης — δεντροφάγος — λογχοπέλεκυς — κολλυβισμός — ειδήμονας |
|||