σάλπιγξ

формы словаβ
σάλπιγξ
η анат. труба;
          ευσταχιανή ~ — евстахиева труба;
          φαλλόπειος ~ — фаллопиева труба



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово труба? — σάλπιγξ
как с (ново)греческого переводится слово σάλπιγξ? — труба


αντιφασιστικόςοδύνηδιόδιαπολυανδρικόςδιακριτικότηςαθεμελίωτοςπροπέρυσιγανίλακαπνοκοπτήριοραπτομηχανήασπροκαλάμποκοτριμιθιάχαριεντισμόςαφατρίαστοςτρίμηνουδατόσφαιραανυφάντηςδεντροφάγοςλογχοπέλεκυςκολλυβισμόςειδήμονας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit