|
ο финик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово финик? — κουρμάς как с (ново)греческого переводится слово κουρμάς? — финик — εμπορομηχανικός — παραπλάνηση — μουτζώνομαι — ασθενωπία — ανευλάβεια — κλιμένος — καστανέων — μπαμπέσης — διεθνολογία — κόπωση — μυρμηκία — νουρά — ντόρτια — ερίς — λιβάδι — μαχαιράς — τέσσεροι — γενέθλια — βλαχαδερό — ελκυστικότητα — διοικούμαι |
|||