|
1) отлучённый от церкви; 2) нечестивый; === ~ο βιός — нечестно нажитое богатство, состояние #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отлучённый от церкви? — αφωρισμένος как на (ново)греческом будет слово нечестивый? — αφωρισμένος как с (ново)греческого переводится слово αφωρισμένος? — отлучённый от церкви, нечестивый — εκφόρτωση — νιός — ψιάθιον — ψηφίδα — αρπαχτά — μαμαλίγκα — σατιρικός — αγγειοσυσταλτικός — προκαρυωτικά — νιχιλιστικός — αρχομανία — σύζηλο — πρωτοστατώ — πονταδόρος — ευκολοθύμητος — αλύμαντος — νταλγκάς — κτιστικά — μαγκόπαιδο — αφιλονίκητος — συγκληρονομία |
|||