|
(-ίδος) η уст. швейная игла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово швейная игла? — ραφίς как с (ново)греческого переводится слово ραφίς? — швейная игла — αποτσίγαρο — συρματοποιία — υδροδυναμική — ηδονοθήρας — καϊσί — απροσκόλλητος — φαφλατίζω — δράκοντας — ετερόχρονος — δημεγέρτης — εντατικοποιώ — απορριξιμιό — φιλότιμο — στομαχόπονο — συγγενικός — πατρότητα — αρνησιά — χρονόμετρο — ξενηλάτης — φωτοχυσία — χηνάκι |
|||