|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεσομακροπρόθεσμος? — — δασύστερνος — ψωροβότανο — σώτειρα — αναγορεύσιμος — αρίθμημα — αρετσίνωτο — πηγαινόρχομαι — λωτοφάγος — σηψαιμικός — καλμάρω — μηκωνέλαιον — διφωνία — γελέκι — υποεποχή — ένθεσμος — γοργοτάξιδος — παραμπρός — συνέχιση — κότσυφας — φτερωτός — αποφασιστικότητα |
|||