|
το тонкий картон (для визитных карточек) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тонкий картон? — μπριστόλ как с (ново)греческого переводится слово μπριστόλ? — тонкий картон — στόχαση — μοσχοβολώ — βαμβακοπαρογωγικός — θεσμοδοτώ — κακεντρεχώς — στραγάλι — ψυχοδιαγνωστική — εύανδρος — μεταβίβαση — σελλουλόϊντ — υφασματεμπόριο — μονότερμα — ασβέστιο — ανήρ — λιθογραφείο — κοινωνικός — φτηνιάρικος — βενζινοπώλισσα — κολασμένα — αναφυσώ — λυγίζομαι |
|||