|
уст. посеребрённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посеребрённый? — διάργυρος как с (ново)греческого переводится слово διάργυρος? — посеребрённый — ανασκάφτω — χαλικωτός — αμύνομαι — άξιος — κατοχεύς — συνολκή — καβάλα — αμφοτερόχωλος — δώρισμα — αδενολογία — εξορκιστής — βρισκούμαι — επαινοθήρας — κλωσσώ — αιμοσκοπικός — αμάκα — γκιώνης — αστένεια — ρεφενέ — εκδρομή — αλλοίθωρος |
|||