Новогреческий словарь
διάργυρος
διάργυρ|ος
уст.
посеребрённый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
посеребрённый
? —
διάργυρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διάργυρος
? — посеребрённый
#
(ново)греческий словарь
—
κόβομαι
—
προϋπηρετώ
—
αψήφιστα
—
ημιστήριξη
—
δίχαλος
—
προπολεμικός
—
δένω
—
μαυράδι
—
πλευροκόπημα
—
τηλεγραφώ
—
σκαφτός
—
αξιολογία
—
εφτάωρος
—
μεταχειρισμός
—
ατονία
—
έφορος
—
ακολασία
—
υποκελευστής
—
ατουφέκιστος
—
ηωσίνη
—
μελλοθάνατος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве