|
(частица, прибавляемая к имени священника) отец; ~-Γιώργης — [phrase]отец Георгий[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отец? — παπα- как с (ново)греческого переводится слово παπα-? — отец — μανομετρικός — επίμαχος — ταπεινοφροσύνη — φουχτώνω — αρχοντιλίκι — πικρία — ορρωδώ — δρακόντειος — εικός — κυρτός — εγκατάσταση — ομοιοκατάληκτος — θάμα — εμφανιστής — παραφθάνει — διοφθαλμικός — ορχηστρούλα — έκπτωση — ξετρέλλαμα — μαρμαροκόλωνο — στενακτικός |
|||