Новогреческий словарь
εφημερίδα
εφημερίδα
η
газета
;
η ~ τού τοίχου — стенная газета
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
газета
? —
εφημερίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
εφημερίδα
? — газета
#
(ново)греческий словарь
—
ανέκαθεν
—
χρωστάω
—
αρβαλίζω
—
φλοιοφάγος
—
γενειοφόρος
—
μεταλλοξίδιο
—
αντενεργών
—
ποικιλόθερμος
—
ξανοιγμένος
—
αφροστεφανωμένος
—
ροκάνα
—
υποδέχομαι
—
αρμάθιασμα
—
ισοζυγία
—
καραμπίνα
—
μοτοσυκλετιστής
—
γεννητορικός
—
θυμηδία
—
δαφνόφυλλο
—
ριζοτομώ
—
απαρχαιωνούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве