|
τα мор. 1) ванты; 2) оснастка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ванты? — εξάρτια как на (ново)греческом будет слово оснастка? — εξάρτια как с (ново)греческого переводится слово εξάρτια? — ванты, оснастка — κακοκάρδισμα — οξυοσμία — πολυδιαβασμένος — παρωτίτιδα — ισοσύλλαβος — αγγελοκαμωμένος — στείχω — ανέλπιδος — αλεποπορδή — εύκαρπος — ανάδεμα — τορνευτής — ανάργια — δροσίζω — αναμένω — μυγοχάφτης — διπλοχαιρετίζω — κουβαρομαζεύομαι — επίπλευσις — βαμβάκια — φίλη |
|||