|
угрожающий, грозный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово угрожающий? — απειλητικός как на (ново)греческом будет слово грозный? — απειλητικός как с (ново)греческого переводится слово απειλητικός? — угрожающий, грозный — στρατοδίκης — ισοφαρίζω — τρωγομαι — γουλόζος — αρμαθιά — πετροβολώ — νταλικατζής — χανιτζής — μύκητας — αξόφλητος — μουντζουρώνω — μπομπαρδίζω — ανάπηρος — γονοκοκκικός — τετραγωνίδιο — βαλμένος — ξανασπρίζω — κυνοραίστης — αφάνεια — δινέρι — ένδοση |
|||