Новогреческий словарь
απειλητικός
απειλητικός
угрожающий, грозный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
угрожающий
? —
απειλητικός
как на
(ново)греческом
будет слово
грозный
? —
απειλητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
απειλητικός
? — угрожающий, грозный
#
(ново)греческий словарь
—
πνευμόνι
—
παίδεμα
—
μαγνητόμετρο
—
ακανθώδης
—
πανικοβάλλω
—
επενεργών
—
παραγγελία
—
γάβανο
—
αποφοιτών
—
ορθογώνιος
—
ατάραχτος
—
αυτοαναιρούμαι
—
σφύζω
—
αυτοκυβερνώμενος
—
κοσμοκρατορία
—
τσακμάκι
—
απέραστος
—
ρυζόγαλο
—
καρδιοκλέφτρα
—
νομιμοποίηση
—
ελληνίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве