|
η 1) весы; 2) перен. флюгер (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весы? — παλάντζα как на (ново)греческом будет слово флюгер? — παλάντζα как с (ново)греческого переводится слово παλάντζα? — весы, флюгер — αφράτος — ανθρωπίστρια — βαθύπεδος — συνήθειο — προσμιγνύω — βλάχος — βλαστοφυω — πολυσταυρία — κηροποιία — τριακοσιοστός — τσερβέλλο — διαρχικός — ρυπαρογράφος — τζίφρο — εξωραΐζω — Αργεντινέζος — ανάλατος — περιφρονώ — κουραστικός — κολλητός — εποικοδόμημα |
|||