|
полушёлковый (из льна и шёлка) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полушёлковый? — λινομέταξος как с (ново)греческого переводится слово λινομέταξος? — полушёлковый — νιχιλισμός — κανόνας — ασταλτος — καμαρίνι — ανάρριχτος — λαμπαδιάζω — πολυκαιριά — πηγαιμός — ατυράγνιστος — μπιστός — ουδέτερα — κάτωχρος — συγκληροδόχος — δημοτελής — ταχέως — πηδαλιουχούμενος — λαχαίνω — διακαής — ενεχυριάζω — υπερρεαλισμός — κουκουνάρα |
|||