|
дилетантский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дилетантский? — ντιλεττάντικος как с (ново)греческого переводится слово ντιλεττάντικος? — дилетантский — προψές — καλάνδαι — σκατο- — σοδειακός — αρράγιστος — πρόλογος — ατρομοκράτητος — τροχιοδρομικός — θωπευτικώς — ντετερμινιστικός — πτηνοτρόφος — λασποβροχή — τιθασσεύω — αραποφάσουλο — αποναρκωτικός — απερδίκλωτος — ενδοκρινολόγος — χνούδισμα — παρασκευαστήριο — φλεβοκομβικός — χάρβαλο |
|||