|
металлический (о цвете, окраске) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово металлический? — μεταλλόχρους как с (ново)греческого переводится слово μεταλλόχρους? — металлический — μέραρχος — λαθεύω — ενδεχόμενος — ελαφρός — συχνοπηγαίνω — πείθω — μακροσυγγενής — παζαρεύω — εμβρυολογικός — σφάλαγγος — εισαγωγικός — συνολικά — ψευδομαρτυρώ — τροκάνα — πρεσβύτερος — αιμόφυρτος — κόχλος — ξεκάρφωτος — βυθοσκόπιο — εξοικονομώ — λίμα |
|||