|
η опека; опекунство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опека? — επιτρόπευση как на (ново)греческом будет слово опекунство? — επιτρόπευση как с (ново)греческого переводится слово επιτρόπευση? — опека, опекунство — γλυκοσαλιάζω — πλουτισμός — χνουδάκι — βήμα — φρόκαλο — δεντροστολίζω — λουμινάκι — μετεωρίζομαι — βρόμα — τελωνοφύλακας — ηδύνω — αμνησικακία — αδιαιρετότης — χρωματουργός — βουλεύομαι — μπουρνέλα — αλατεμπόριο — ζιρκόνιο — κατακύλισμα — ρινόκερος — ανδρείος |
|||