Новогреческий словарь
επιτρόπευση
επιτρόπευση
η
опека; опекунство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
опека
? —
επιτρόπευση
как на
(ново)греческом
будет слово
опекунство
? —
επιτρόπευση
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιτρόπευση
? — опека, опекунство
#
(ново)греческий словарь
—
κασιδιάρα
—
παρακελευστικός
—
ενεργητικό
—
νηπιαγωγός
—
τριπλάσιος
—
αποσταφιδιάζω
—
εμορφιά
—
αραβοσιτέλαιο
—
ξαφνιάζομαι
—
υδροπότις
—
θωρακικός
—
λογάς
—
ανεμοχάλαζο
—
γλυίνη
—
μισουρανίς
—
υπερτόνωση
—
αποθαρρώ
—
κουμπώνω
—
διάσωση
—
κτυπώ
—
σαρακοστιάτικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,