|
ο ирландец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ирландец? — Ιρλανδός как с (ново)греческого переводится слово Ιρλανδός? — ирландец — πρωκτικός — μικτός — ανερούλιαστος — αμύρωτος — χειλικός — απομεσήμερα — πονοκεφάλιασμα — ζορμπαλής — αναδεχτός — μαγγανίζω — γαστρεντερίτις — σκλήρωση — δεκαπεντασύλλαβος — διπλανός — γαρνίρισμα — Πέτρος — στρατοπεδεία — γουρμαθιά — ανοσοποίησις — τίκτω — βιομηχανικός |
|||