Новогреческий словарь
ανακομίζω
ανακομίζω
переносить останки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
переносить останки
? —
ανακομίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανακομίζω
? — переносить останки
#
(ново)греческий словарь
—
γκάγκραινα
—
γεροντοπαλλήκαρο
—
αδιαχωρήτως
—
τσιγγούνικος
—
συντριβή
—
αξόνι
—
προφήτισσα
—
σκοπευτήριο
—
αντιμοναχικός
—
αρχαιομανία
—
διακινώ
—
σπιτωμένη
—
δηλητηρίαση
—
μαστοράντζα
—
σωματοποιούμαι
—
κοφίνα
—
ελαιοδόκη
—
άδεια
—
επτάδα
—
οξύνοια
—
καλλιτεχνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве