|
αόρ. от διαβιβρώσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διέβρωσα? — — απομνημόνευση — μελιτζανύ — τέμνω — λιγδερός — αντιπολιτειακός — αφυπηρετώ — συμπερασμός — Ζωή — αθερίνη — Ευαγγέλιο — καλοκάγαθος — πυτίνη — ευκολομεταχείριστος — καταπέτασμα — υπερπλήρωση — σκυρόδεση — κυμβαλίζω — τριγυρίζω — άβλεπτος — εποχετεύω — Φλαμανδή |
|||