|
(слишком сильно) натягивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово натягивать? — πολυτραβώ как с (ново)греческого переводится слово πολυτραβώ? — натягивать — κομπανιάρω — βρωμονέρι — τελειομανής — κατεβαίνω — κόχλασμα — πλεμόνι — προσευχητάρι — συμπάω — γρίβας — Ιταλιάνα — ουδέ — ψαροκάλαμο — λευκάζω — απαρηγόρητος — δελέασμός — λίμασμα — εγχάραξη — διεθνοποίηση — αμφίβολος — εγκωμιάζω — πιθώνω |
|||