|
(-άδος) η 1) створка (двери, окна); 2) плотина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово створка? — κλεισιάς как на (ново)греческом будет слово плотина? — κλεισιάς как с (ново)греческого переводится слово κλεισιάς? — створка, плотина — καραβοτσακισμένος — ματοκυλίζω — ανακόλληση — απόγαιος — ολιγοζωία — αμάξι — πλέκτρια — τρελοκομείο — σκορπιστός — ταχυδρομείο — εκπρόσωπος — ταχύτατα — ψύξη — λοξά — ακατάπιαστος — πεσσιμιστής — κοίλανση — αλαμπουρνέζικος — αποζύμωμα — προσυπογράφω — τρελοπαρέα |
|||