|
το биол. сперматозоид #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сперматозоид? — ζωόσπερμα как с (ново)греческого переводится слово ζωόσπερμα? — сперматозоид — αλυσίδωμα — επαγγελματίας — καλότυχη — θανατοποινίτισσα — γλυκοτραγουδισμένος — εορτή — σύντηξη — ακροαματικός — λιβανωτός — κακοσμία — αιμορροφιλία — προσεπικύρωση — διεκτέμνω — αποδόμηση — αψομίλημα — δοντόπονος — ψυχρόμετρο — οπερέττα — ασκητήριο — παρηγόρια — τριχοφυΐα |
|||