|
ο испольщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испольщик? — συμμισακάτορας как с (ново)греческого переводится слово συμμισακάτορας? — испольщик — ελέγξιμος — ηλιοστάλαγμα — ακλόνηστος — ολιγοφάγος — κύρτωση — κολλώ — αντιπαθητικός — κυνηγάρης — αυτοαναιρούμαι — φρεάτιος — κόφτομαι — γαληνός — γενεσιουργός — κακογουστιά — αναπόδεκτος — αποχαντακώνω — αναλογιστικά — αναπαλαιωμένος — ποδόγυρος — κουτούλημα — ίαμβος |
|||