|
клювообразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клювообразный? — ραμφοειδής как с (ново)греческого переводится слово ραμφοειδής? — клювообразный — γαλέρα — σοϊλήτικος — χουχουριστής — νίκη — κοπρολογία — φυσιοκράτης — ηθικοδιδάσκαλος — ορδή — ακουβάριαστος — λοξίας — ανέλεγκτος — παρακοιμούμαι — μπορεσάμενος — φαλαινοθήρας — ατσαλόκορμος — ακροσμίχω — αποκοίμηση — απρέπεια — τόρμος — πηρομελής — ρητορικότης |
|||