|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορνίθωση? — — καλάμισμα — στουφλέκα — δεκάλογος — μεμβρανώδης — τεχνοκρατία — μακροκλιματολογία — ρεάλι — χαριτολογία — κινηματογράφηση — ακαδημαϊκότητα — κατολισθαίνω — προηγούμενος — κλουβιαίνομαι — περικυκλώνω — επιξηραντικός — μπροστάρισσα — προπάππος — ταλάντωση — ερυθρόπους — μπαξές — αστροναύτης |
|||